σιδηροβακτηρίδιο

σιδηροβακτηρίδιο
το, Ν
βλ. σιδηροβακτήριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σιδηροβακτήριο — και σιδηροβακτηρίδιο, το, Ν συν. στον πληθ. τα σιδηροβακτήρια ή σιδηροβακτηρίδια (μικρβλ.) α) κατηγορία χημειοαυτότροφων βακτηρίων που προσλαμβάνουν την απαραίτητη για τον μεταβολισμό τους ενέργεια από τον δισθενή σίδηρο, τον οποίο οξειδώνουν σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”